προσοικώ

προσοικώ
-έω, Α [οἰκῶ]
1. (το ενεργ. και παθ.) κατοικώ κοντά σε έναν τόπο («τῶν ποταμοῑς καὶ θαλάσσῃ προσοικούντων», Πλάτ.)
2. (για πόλεις) βρίσκομαι κοντά, γειτνιάζω, συνορεύω
3. παθ. προσοικοῡμαι, -έομαι
α) (για τόπο) κατοικούμαι
β) μτφ. είμαι στενά συνδεδεμένος με κάτι («τῷ σώματι προσοικεῑσθαι», Αλέξ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσοικῶ — προσοικέω dwell by pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσοικέω dwell by pres ind act 1st sg (attic epic doric) προσοικέω dwell by pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσοικέω dwell by pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοίκῳ — πρόσοικος dwelling near to masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοίκησις — ήσεως, ἡ, Α [προσοικῶ] κατοίκηση κοντά σε κάποιον, γειτνίαση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”